ΚΥΝΗΓΙ : ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ - ΣΕΒΑΣΜΟΣ- ΑΓΑΠΗ

"...κι' αποδίδεται στον εαυτό του, τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσμου:

....Μονοκόματος, Αφρόντιστος, Ίσιος κι' Ελεύθερος..."

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Κώστας Ουράνης, ο Κυνηγός Ποιητής


Ο Κώστας Ουράνης, ποιητής και πεζογράφος, είναι ένας απ' τους πρώτους και τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της σχολής του νεορομαντισμού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νιάρχος ή, όπως το άλλαξε ο ίδιος, Νέαρχος. Γεννήθηκε το 1890 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Νικόλαος Νιάρχος καταγόταν από την Κουνουπιά της Κυνουρίας και η μητέρα του Αγγελική Γιαννούση από το Λεωνίδιο. Στο Λεωνίδιο έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου συνέχισε στη Ροβέρτειο Σχολή και στο ιδιωτικό Λύκειο Χατζηχρήστου από όπου και αποφοίτησε. Σε ηλικία 18 χρονών ήρθε στην Αθήνα όπου εργάστηκε για λίγο στην εφημερίδα "Ακρόπολη". Κατόπιν, έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές τις οποίες παραμέλησε λόγω της μεγάλης αγάπης του στα ταξίδια.Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, αρρώστησε από φυματίωση και με συμβουλή των γιατρών παρέμεινε δύο χρόνια στο Νταβός της Ελβετίας. Εκεί γνώρισε την Πορτογαλλίδα Μανουέλα Σαντιάγκο και την παντρεύτηκε. Μετά από λίγα χρόνια χώρισε. Στη συνέχεια ξαναπαντρεύτηκε με τη συγγραφέα και κριτικό Ελένη Νεγρεπόντη (γνωστή και με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος). Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος στη Λισσαβώνα και το 1924 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξασκώντας τη δημοσιογραφία σαν χρονογράφος, συντάκτης, ανταποκριτής ή έκτακτος απεσταλμένος. Υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας "Ελεύθερος Λόγος" και τακτικός συνεργάτης στις εφημερίδες "Ελεύθερος Τύπος", "Ελεύθερον Βήμα" και ταυτόχρονα στον "Εθνικό Kύρηκα" της Αμερικής. Σαν ανταποκριτής και δημοσιογράφος ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο και με αναφορά τα ταξίδια του έγραψε ταξιδιωτικά βιβλία. Παράλληλα αντιμετώπιζε προβλήματα με την μόνιμα κλονισμένη υγεία του. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μετά την κατοχή. Από τότε, χρειάστηκε να νοσηλευθεί κατά καιρούς στο σανατόριο Παπανικολάου, στα Μελίσσια Αττικής. Στο σανατόριο αυτό πέθανε στις 12 Ιουλίου 1953 από καρδιακή προσβολή.
Ο Ουράνης ασχολήθηκε με την ποίηση και με την ταξιδιωτική κυρίως πεζογραφία. Επίσης έγραψε διηγήματα, κριτικές μελέτες, μικρές πρόζες, και δοκίμια, με ξεχωριστή επίδοση σε θέματα των εικαστικών τεχνών. Τέλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξένων έργων.
Το έργο του Κ. Ουράνη αποτελείται κύρια από τις ποιητικές συλλογές "Σαν όνειρα" (1909), "Spleen" (1912) και "Νοσταλγίες" (1920), την κριτική μελέτη "Κάρολος Μπωντλαίρ" (Αλεξάνδρεια 1918), τα ταξιδιωτικά βιβλία "Sol y Sombra" (1934), "Σινά, το Θεοβάδιστον Όρος" (1944), "Γλαυκοί Δρόμοι" (1947), "Ταξίδια στην Ελλάδα" (1949) και τη μυθιστορηματική βιογραφία "Αχιλλεύς Παράσχος".
Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν ποῦμε ὁ τελευταῖος ρομαντικὸς τῶν Γραμμάτων μας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης. Γλυστρώντας πάνω ἀπ᾿ τὰ κύματα τῆς λύπης, ποὺ ἦταν ὁλόκληρη ψυχική, ἀντιπαρέρχονταν τὴν καθημερινότητα, ξέφυγε τὴν πεζολογία τῶν πρακτικῶν ἡμερῶν καὶ μετατοπίζονταν σὲ μία περιοχὴ καμωμένη ἀπὸ τὸ δικό του κλίμα, ὅπου ἡ νοσταλγία του εὕρισκε τροφὴ καὶ ἡ θλίψη τοῦ διέξοδο. Ἂν διέφερε σὲ κάτι ἀπὸ τοὺς ρομαντικούς, ἦταν πὼς οἱ μετατοπίσεις, ἡ φυγή του, ὁ ἀποδημητισμός του, δὲν πραγματεύονταν μόνο στὴ φαντασία. Τὰ ζοῦσε, τὸ ταξίδι καὶ τὴν ἀλλαγή. Ἡ φυγὴ γίνονταν πραγματοποιημένο τραγούδι, μιὰ ζῶσα μεταρσίωση ἀνάμεσα στὴν ὀνειροπόληση ποὺ προηγεῖτο καὶ στὴν νοσταλγία ποὺ ἀκολουθοῦσε.
Ο Κώστας Ουράνης ήταν κυνηγός. Ας δούμε πως περιγράφει τον εαυτό του στο πεζογράφημά του με τίτλο:

"Μανία και Χαρά του Κυνηγίου"
Κάθε κυνηγετική περίοδο τα δασαρχεία μας εκδίδουν, όπως διάβασα κάπου, 250000 κυνηγετικές άδειες. Είμαι ένας από τις αυτές τις 250000 κυνηγούς και μπορώ να πω μαζί με τον Ουγκώ ότι "και ένας ακόμα να 'μενε, αυτός θα ήμουν εγώ". Γιατί δεν αγαπώ απλώς το κυνήγι, έχω το πάθος του. Και το πάθος αυτό είναι τόσο περισσότερο δυνατό κι' αποκλειστικό, όσο είναι όψιμο. Με κατάλαβε άξαφνα κι' απροσδόκητα "nel mezzo del camino..." (στη μέση της διαδρομής - φράση δανεισμένη από τη Θεία Κομμωδία του Δάντη) του βίου μου. Δεν λένε ότι τα όψιμα πάθη είναι τα πιό σφοδρά, τα πιό κυριαρχικά;
Ίσαμε πριν από μερικά χρόνια το κυνήγι ήταν ότι μ' ενδιέφερε λιγότερο, σήμερα ότι μ' ενδιαφέρει περισσότερο. Μ' απορρόφησε ολόκληρο. Όπως η Περσεφόνη ζούσε το μισό χρόνο στον Άδη και τον άλλο μισό πάνω στη γη, έτσι κι εγώ αισθάνομαι οτι ζώ όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδοςκαι τον άλλο καιρό περιμένω σ' ένα είδος νάρκης, τον ξαναερχομό της.
Δεν κάνω παρά σχέδια κυνηγετικά.
Τα όνειρά μου είναι κυνηγετικά. Να πάω στην Αφρική να σκοτώσω χοντρό κυνήγι ή στο Δέλτα του Δούναβη που είναι η ζούγκλα των υδροβίων πουλιών.
Δεν μετακινούμαι μέσα στην Ελλάδα παρά μόνο για να κυνηγήσω κι' είμαι πρόθυμος να κυνηγήσω οπουδήποτε, μ' οποιονδήποτε και για οσοδήποτε καιρό.
Στο σπίτι μου περιστοιχίζομαι από καταλόγους κυνηγετικούς, δέχομαι κατα προτίμηση κυνηγούς κι' όπως οι μεγάλοι βιομηχανικοί οίκοι έχουν παντού αντιπροσώπείες, έτσι κι' εγώ έχω σε διάφορα μέρη της Ελλάδος τους ανθρώπους μου, που με κρατάνε ενήμερο των τοπικών περασμάτων των αποδημητικών πουλιών, ή που με συνοδεύουν στο κυνήγι του ενδημικού θηράματος και που είναι για μένα ότι ήταν οι κομματάρχες για τους πολιτικούς μας.
Η ιματιοθήκη μου περιλαμβάνει πλήρεις αμφιέσεις για κάθε είδους κυνήγι: κάμπου, βουνού, δασών και βάλτων και για κάθε καιρό, ζέστη, δροσιά, παγωνιά, βροχή. Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα φυσίγγια για όλων των ειδών τα θηράματα, επιστημονικά γομωμένα για να έχουν άρτια απόδοση με οποιαδήποτε καιρική συνθήκη.
Κι' όλα αυτά δεν είναι τίποτα!!!
Στο κυνήγι και χάριν του κυνηγίου, εκβιάζω τον εαυτό μου ν' αλλάζει τις πιό βασικές του ιδιότητες:
Εγώ που απεχθάνομαι το περπάτημα, κάνω αγόγγυστα, αν και με τη γλώσσα κρεμμασμένη έξω, τις επίπονες και πολύωρες πεζοπορείες που απαιτεί. Εγώ που έχω το φόβο των μικροβίων, έχω πιεί νερά κι' έχω φάει πράγματα πλέον ύποπτης καθαριότητας. Εγώ που αγαπώ τις ανέσεις μου, κλείνω τα μάτια σ' όλες τις ταλαιπωρίες του κυνηγίου: στην αφόρητη ζέστη που μεταβάλει τα σωθικά σε αναμένο καμίνι, στο τουρτούρισμα της πρωινής παγωνιάς, στην ακαθαρισία του σώματος, στα ζωίφια κι' άντεξα κάποτε να μείνω δέκα ολόκληρες μέρες, χειμώνα καιρό, σ' ένα βουνό της Μακεδονίας, μέσα σε μια εγκαταλελειμένη αχυροκαλύβα τσοπάνηδων, περιστοιχισμένος από χωρικούς με τους οποίους συνέτρωγα από τα ίδια πιάτα, ακούγοντας τα ποντίκια να τραγανίζουν τα τρόφιμά μας δέκα πόντους μακριά από το κεφάλι μου, κοιμόμουν στο χώμα και ασφυκτιώντας από τον πυκνό καπνό της πελώριας φωτιάς που διατηρούσαμε αναμένη τη νύχτα στο κέντρο της καλύβας και εν τούτοις ήμουν ευτυχισμένος.

Για την ικανοποίηση του πάθους μου, έχω γυρίσει λίγο πολύ όλη την Ελλάδα, μ' όλα τα μεταφορικά μέσα - από αεροπλάνο μέχρι μουλάρι - και κυνήγησα όλων των ειδών τα θηράματα. Έχω περιέλθει τους γυμνούς Μακεδονίτικους κάμπους για πεδινές πέρδικες, έχω σκαρφαλώσει στα πετρώδη (και τι πετρώδη) βουνά των Κυκλάδων για πετροπέρδικες, έχω κάνει καρτέρι γι' αγριογούρουνα, το χειμώνα, μέσα στα δασώδη υψώματα του Καμπιρλί αγνάντια στο χιονισμένο Μπέλλες, έχω τσαλαβουτήσει για μπεκατσίνια στους βάλτους της Ράχης, έχω αντικρύσει κοπάδια λύκων στο Γαλλικό ποταμό, πήγα για πάπιες από τη Στυμφαλία έως τη Χαλκιδική, κυνήγησα νύχτα αγριοπερίστερα, μπαίνοντας στις θαλάσσιες σπηλιές τους με βάρκα και με πυροφάνι, βρέθηκα στα περάσματα των τρυγονιών στην Τήνο και των ορτυκιών στη Μυτιλήνη και πήγα για λαγούς στην Ήπειρο.
Όταν απέκτησα ένα σκυλί που συνδυάζει τα τελειότερα φυσικά χαρίσματα με την τελειότερη εκγύμναση, χάρηκα περισσότερο παρά οποιαδήποτε ερωτική μου κατάκτηση κι' ένοιωσα περισσότερη υπερηφάνεια όταν σκότωσα ένα αγριογούρουνο, παρ' όση για το ωραιότερό μου ποίημα...Είμαι όπως βλέπετε ένας από τους πιό μανιώδεις Νεμρώδ της Ελλάδας. Είμαι κι' ένας από τους καλύτερους;;;
...Εγώ ομολογώ με ειλικρίνεια ότι είμαι ένας πολύ μέτριος κυνηγός. Όταν βλέπω ένα λαγό ή ένα πουλί να πέφτει από τα σκάγια μου, αισθάνομαι τόση χαρά, όση και...έκπληξη. Και δεν έχω ακόμα αποβάλει εντελώς τη συνήθεια να κοιτάζω γύρω μου, για να βεβαιωθώ ότι είμαι μόνος κι' ότι το θήραμα που έπεσε δεν έπεσε από κανενός άλλου κυνηγού την τουφεκιά. Μολονότι έχω πάει παντού όπου βρίσκεται το περισσότερο θήραμα, ποτέ μου δεν σκότωσα σε μια ημέρα, περισσότερους από δυό λαγούς, ή από τέσσερις πέρδικες, ή από έξι τρυγόνια ή από δέκα ορτύκια κι΄ένας θεός ξέρει πόσα φυσίγγια έχω κάψει. Εξακολουθώ όμως να κυνηγώ με την ίδια φιλοσοφική διάθεση, που ο Καντίνι του Βολταίρου καλλιεργούσε τον κήπο του, γιατί η χαρά και η συγκίνηση του κυνηγίου δεν περιορίζεται σ' ότι κανείς σκοτώνει!!!
Όσοι δεν κυνηγούν δεν ξέρουν κι' ούτε μπορούν να διαισθανθούν πως χτυπάει η καρδιά του κυνηγού, όταν το σκυλί του στέκεται σε μια "φέρμα", ή όταν σηκώνει τ' όπλο του σ' ένα κοπάδι πέρδικες, που πετιούνται άξαφνα από μπρός του μ' ένα πολυάριθμο και δυνατό θόρυβο φτερών, με πόσο συγκεντρωμένο και αμείωτο ενδιαφέρον πεζοπορεί ώρες ολόκληρες σ' αναζήτηση του θηράματος όσο κι' αν αυτό παίζει το παιχνίδι που έπαιξαν οι Ρώσοι στον Μεγάλο Ναπολέοντα κατά την προέλασή του ίσαμε τη Μόσχα, πόσο κατέχεται από την ελπίδα ότι αν απέτυχε σ' αυτό το πουλί, θα πετύχει στο επόμενο που θα του παρουσιαστεί, τι γλυκό που είναι το ψωμοτύρι που τρώει κοντά σε μια πηγή λαλέουσα, ύστερα από ένα εξαντλητικό περπάτημα και πόσο πληρέστερα και βαθύτερα από κάθε άνθρωπο νοιώθει και χαίρεται τη φύση, αυτός που διασχίζει κάμπους, ανεβοκατεβαίνει βουνά, σταματάει σε πανοπτικά σημεία των οριζόντων, μυρίζει θάλασσσα και βραδυάζεται κάτω από βαθειούς έναστρους ουρανούς, μέσα σ' ερημιές όπου κλαυθμηρίζει η κουκουβάγια, κρίζουν οι γρύλλοι και θροϊζουν μυστηριωδώς τα φυλλώματα.
Όλα αυτά βάζουν τον κυνηγό σε μια κατάσταση θείας ευφορίας. Οι πλόκαμοι της καθημερινής ζωής, μιζέριες, εναντιώσεις, φροντίδες, ανησυχίες, ξεσφίγγουν ολότελα και αφήνουν την ψυχή και το πνεύμα ελεύθερα, τα νεύρα του γαληνεύουν όπως κάτω από την επίδραση οπίου κι' αποδίδεται στον εαυτό του τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσμου:

Μονοκόματος, αφρόντιστος, ίσιος κι' ελεύθερος.

Θεωρώ το συγκεκριμένο κείμενο ως το μανιφέστο του κυνηγιού, πολύ δε περισσότερο αφού γράφτηκε από έναν άνθρωπο, το ποιητικό έργο του οποίου ξεχειλίζει από θλίψη και ευαισθησία. Παραθέτω ένα από τα πιό γνωστά ποιήματά του:


Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου

Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πῶς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια ποὺ πέρασα.
Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα.
Καὶ τὰ ἄστρα ποὺ εἶδα.
Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος!

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Γιατί Κυνηγάμε ???

"Τὸ μὲν εὔρημα θεῶν, Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρτέμιδος, ἄγραι καὶ κύνες· ἔδοσαν δὲ καὶ ἐτίμησαν τούτῳ Χείρωνα διὰ δικαιότητα. ὁ δὲ λαβὼν ἐχάρη τῷ δώρῳ καὶ ἐχρῆτο·"

(Τα κυνήγια και τα σκυλιά είναι δημιουργήματα των θεών, του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας. Τα παραχώρησαν και με τούτα τίμησαν τον Χείρωνα για τη δικαιοσύνη του. Όταν εκείνος τα έλαβε, ευχαριστήθηκε με τη δωρεά και την αξιοποιούσε.) Ξενοφώντος Κυνηγετικός

Γιατί κυνηγάμε αλήθεια???

Μην μου πείτε για την επαφή με τη φύση και άλλες κοινοτυπίες.
Γιατί δεν κάνουμε πεζοπορία, ορειβασία, ράφτινγκ, όπως άλλοι, αλλά κυνηγάμε?
Νομίζω ότι η απάντηση στο ερώτημά έχει δύο σκέλη.
Το πρώτο σκέλος καλύπτει τη βιολογική εξήγηση. Δηλαδή το κυνηγετικό ένστικτο είναι καταγραμμένο στο DNA του ανθρώπου και σε ένα ποσοστό του πληθυσμού έχει παραμείνει ενεργό και εκδηλώνεται. Πρέπει να σημειώσουμε ότι βλέποντας το θέμα σφαιρικά, μέχρι τη δεκαετία του 50, το κυνήγι διεξαγόταν παγκόσμια σε μεγαλύτερο ποσοστό για ανεύρεση τροφής και λιγότερο σαν χόμπυ. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι τόσο στην Αφρική, όσο και στη Β. & Ν. Αμερική (Ινδιάνοι των πεδιάδων - εξολόθρευση των βουβαλιών από τους αποίκους), στην Αρκτική (Εσκιμώοι - Ινουίτ) η απαγόρευση και ο περιορισμός του κυνηγιού χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο επιβολής καθεστώτων και χειραγώγησης των πληθυσμών. Η απαγόρευση του δικαιώματος ελεύθερης άσκησης του κυνηγιού (με βαριές ποινές - ακόμα και θάνατο) διαχρονικά ανάγκαζε τους ανθρώπους σε υποταγή και εξάρτηση από τους γεωκτήμονες (δυνατοί κατά τη Βυζαντινή ορολογία) και ενίσχυε το καθεστώς της δουλοπαροικίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι τέτοιο καθεστώς δεν υπήρξε στη χώρα μας, καθώς οι μεσαιωνικοί θεσμοί του ύστερου Βυζαντίου και της Φραγκοκρατίας διαλύθηκαν από την επικράτηση των Τούρκων και η ελεύθερη έκφραση των επαναστατημένων Ελλήνων (κλεφτών - αρματωλών) οδήγησε στην εθιμική ελεύθερη άσκηση του κυνηγιού μέχρι τις μέρες μας, χωρίς να είναι απαραίτητη η άδεια του ιδιοκτήτη της γής.
Στο σημείο αυτό έρχεται και δένει το δεύτερο σκέλος της απάντησης που αφορά τους συναισθηματικούς και ψυχολογικούς λόγους για τους οποίους κυνηγάμε.
Για σκεφθείτε λίγο τι μας προσφέρει πέρα από την τροφή. Πρώτα απ' όλα ως δραστηριότητα το ελεύθερο κυνήγι αποτελεί έκφραση απόλυτης ισότητας και δημοκρατίας. Δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, καταξιωμένοι κοινωνικά, πολιτικά ορθοί, και όλες οι διακρίσεις που μπόρεσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος. Ξεχωρίζει ο καλύτερος, ο άξιος, ο ικανός. Ακόμα κι' αυτός όμως είναι πρώτος μεταξύ ίσων και όχι ανώτερος.
Στον αντίποδα ως κατάλοιπο της αποικιοκρατίας και της φεουδαρχίας το κυνήγι στην Αγγλία και αλλού διεξάγεται με όλο αυτό το συρφετό βοηθών, γεμιστών υπηρετών κλπ και όχι από τον κυνηγό (που δεν αποκαλείται hunter αλλά shooter) σε απ' ευθείας αντιπαράθεση με το θήραμα. Επίσης για τον ίδιο λόγο δημιουργήθηκε η λανθασμένη εντύπωση ότι η κυνηγετική αξιοσύνη μετριέται με τον αριθμό των θηραμάτων με τα γνωστά παρατράγουδα.

Ενδόμυχα λοιπόν η αναμέτρηση με το θήραμα είναι απόλυτα εθιστική και σε κάνει να προσπαθείς ακόμα περισσότερο να επικρατήσεις. Επειδή δε, διεξάγεται μέσα στη φύση που πότε είναι φιλική και πότε αντίπαλος ανυπέρβλητος, ο συναισθηματισμός μας επηρεάζεται απίστευτα από το συνδυασμό ομορφιάς - ταλαιπωρίας - σκοπού - επιτυχίας που πραγματικά μας δημιουργεί αυτό που λέμε αίσθηση του κυνηγιού και που πολλές φορές δεν ξέρουμε ή δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με λόγια. Μ' αυτή του τη μορφή το κυνήγι είναι άθλημα όχι γιατί διεξάγεται ως αναμέτρηση με τη συναίνεση του θηράματος ως αντιπάλου αλλά γιατί δημιουργεί τα αισθήματα νίκης και καταξίωσης και ευτυχίας στον κυνηγό. Ο αντίπαλος δεν είναι το θήραμα είναι ο εαυτός μας. Τα αισθήματα αυτά είναι ανεξάρτητα από το είδος του κυνηγιού, αλλά βέβαια γίνονται εντονότερα με τη δυσκολία του θηράματος και δεν εννοώ το μέγεθος ούτε τον αριθμό των θηραμάτων.

Καλά όλα αυτά θα μου πείτε, αλλά εσύ γιατί κυνηγάς;

Προσωπικά δεν είχα οικογενειακή κυνηγετική παράδοση (πατέρας - παπούς κλπ). Άρχισα να κυνηγώ στα τριάντα μου με την παρότρυνση του "Αστυνόμου". Μετά από 17 χρόνια νομίζω ότι κυνηγώντας έγινα καλύτερος άνθρωπος. Κυνηγώ λοιπόν γιατί μου το επιτάσσει το ένστικτο. Νομίζω ότι χωρίς αυτό όλοι μας θα είχαμε στραφεί αλλού και όχι στο κυνήγι. Όμως κυνηγάω ακόμα γιατί περιμένω κάθε φορά να νοιώσω αυτά τα συναισθήματα χαράς και ολοκλήρωσης που ανάφερα πιό πάνω. Η προσμονή αυτή είναι που με κάνει να μην υπολογίζω αποτυχίες, κούραση και έξοδα. Κι ακόμα η συντροφικότητα της κυνηγοπαρέας χωρίς επειτήδευση και "κατά συνθήκη ψεύδη". Να έχω κοντά μου τους Ντουφεκοσκιάχτες και τους φίλους μας. Να βλέπουμε μαζί τις ομορφιές της φύσης, να πειράζουμε ο ένας τον άλλο και να ξέρουμε ότι και αύριο θα μπορούμε να κάνουμε πάλι το ίδιο!!!!

"...Και μπορώ να πώ, μαζί με τον Ουγκώ, ότι και ένας κυνηγός να έμενε πάνω στη γη, αυτός θα ήμουν εγώ...".
Κώστας Ουράνης

Περιμένω απαντήσεις!!! Εσείς γιατί κυνηγάτε???